- ποτηματοποιός
- ποτημᾰτοποιός, όν,A preparing drink, Parmenio ap.Ath.13.608a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] … Dictionary of Greek
ποτηματοποιούς — ποτηματοποιός preparing drink masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)